ποηφάγος

ποηφάγος
ποη-φάγος [pron. full] [ᾰ], ον,
A eating grass or herbs, ζῷα π., opp. καρποφάγα, ῥιζοφάγα, Hp.Vict.2.49, Arist. HA595a14, al.; [full] ποιηφάγος Id.Fr.344, Max.Tyr.29.4; [full] ποοφάγος, Arist.PA693a15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποηφάγος — eating grass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγος — και ποιοφάγος και ποοφάγος και ποιηφάγος, ον, Α (για ζώα) αυτός που τρώει χλόη («τῶν ζῴων τὰ μὲν ἐστι ποηφάγα, τὰ δὲ θαμνοφάγα», Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ / ποίᾱ + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο… …   Dictionary of Greek

  • ποηφάγον — ποηφάγος eating grass masc/fem acc sg ποηφάγος eating grass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγα — ποηφάγος eating grass neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγοι — ποηφάγος eating grass masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγοις — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγου — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγους — ποηφάγος eating grass masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφάγων — ποηφάγος eating grass masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποηφαγής — ές, Α ο ποηφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ποηφάγος, κατά τα σιγμόληκτα] …   Dictionary of Greek

  • ποηφαγία — ἡ, Α [ποηφάγος] η χορτοφαγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”